- ἀλιγύγλωσσος
- ἀλιγύγλωσσος, ον,A with no clear voice, Timo 5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλιγύγλωσσος — ἀλιγύγλωσσος, ον (Α) αυτός που δεν έχει λιγυρή γλώσσα, καθαρή και δυνατή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λιγύς «λιγυρός» + γλωσσος < γλῶσσα] … Dictionary of Greek
ἀλιγυγλώσσῳ — ἀλιγύγλωσσος with no clear voice masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ἀλιγυγλώσσωι — ἀλιγυγλώσσῳ , ἀλιγύγλωσσος with no clear voice masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)